- κορακόμορφα
- Τάξη πτηνών, η οποία περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία πουλιών, όπως τα κοράκια, τους μελισσοφάγους, τις αλκυόνες κ.ά. Τα κύρια χαρακτηριστικά των αντιπροσώπων αυτής της τάξης είναι η συνδακτυλία των ποδιών, το μεγάλο και μυτερό ράμφος τους και τα ζωηρά χρώματα του φτερώματός τους. Επίσης, πολλά κ. φέρουν μακριές ουρές ή λοφία. Τα περισσότερα από τα κ. κατοικούν στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες. Την άνοιξη και το καλοκαίρι ζουν σε εύκρατα κλίματα και μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές το φθινόπωρο. Τα κ. περιλαμβάνουν 10 οικογένειες, από τις οποίες οι κυριότερες είναι οι βουκερωτίδες, οι αλκυονίδες, οι εποπίδες, οι μεροπίδες και οι κορακίδες. Όλα τα είδη κ. είναι μονογαμικά, αν και ορισμένα συναντώνται σε ομάδες. Οι φωλιές τους βρίσκονται πάντοτε σε κλειστούς χώρους, όπως κουφάλες δέντρων ή σχισμές βράχων και, σε μόνο μερικές περιπτώσεις, είναι υπόγειες. Γεννούν 1-9 αβγά. Οι νεοσσοί των κ. εκκολάπτονται γυμνοί και τυφλοί και μεγαλώνουν με αργό ρυθμό. Τα κ. τρέφονται με έντομα και άλλα αρθρόποδα, καθώς και με καρπούς.
Dictionary of Greek. 2013.